ζλάπι
Смотреть что такое "ζλάπι" в других словарях:
ζουλάπι — ζουλάπι, το και ζλάπι, το ιού (λ. ρουμ.) 1. άγριο ζώο, κυρίως η αλεπού και ο λύκος: Τα σταφύλια τα έφαγε το ζουλάπι. 2. άνθρωπος πονηρός και κακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)